- προτίκτω
- προτίκτω, 2 [tense] aor. προέτεκον,A bring forth prematurely, Hp.Superf. 17:—[voice] Pass., Cat.Cod.Astr.2.167.2 [tense] pf. part. προτετοκυῖα having had a child, Sor.1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτίκτω — ΜΑ [τίκτω] 1. γεννώ εκ τών προτέρων 2. (το θηλ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ προτετοκυΐα αυτή που έχει γεννήσει … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek